« Η δύναμη της λήθης δέν σημαίνει αδυναμία της μνήμης.» *
Η διἠγηση πού ακολουθει ανήκει στίς παραγνωρισμένες, μισοξεχασμένες ιστορίες ενός νησιού τού Αιγαίου πού κανείς πιά δέν θέλει νά θυμάται. Τήν αφηγείται ένας από τούς κατοίκους του πού έφυγε νέος καί επέστρεψε μετά από δεκαετίες. Αν τόν συναντούσατε στή Χώρα (πράγμα καθόλου απίθανο αφού καθημερινά σχεδὀν έκανε τούς περιπάτους του) θά σάς μιλούσε μέ ευγένεια καί μέ τήν ελαφρή ξενική προφορά πού διατηρούσαν τά ελληνικά του μετά από πολλά χρόνια στήν ξενητιά. Θυμόταν τό νησί πρίν από εβδομήντα-τόσα χρόνια όταν ήταν ακόμα παιδί. Τήν εποχή εκείνη η καθημερινότητα ήταν διαφορετική, ζωντανή μέσα στό φυσικό περιβάλλον τής στεριάς καί τής θάλασσας πού ζώνει τό νησί μας. Κάθε γειτονιά, κάθε τοποθεσία διατηρούσε εμφανή τά σημάδια τού παρελθόντος της.
Τά νησιά τού Αιγαίου συνδέονται περισσότερο μέ τήν Μικρά Ασία καί τήν Ευρώπη παρά μεταξύ τους ή μέ τή Ρούμελη καί τήν Πελοπόννησο. Φυσική τους ενδοχώρα υπήρξε ανέκαθεν η Ανατολία. Φυσικό τους περιβἀλλον, αιώνια ζωντανό καί ανεξάντλητο, υπήρξε η θάλασσα. Χάρη στούς καπεταναίους καί στά πληρώματα πού γιά αιώνες διαφέντευαν τή λεκάνη τής Μεσογείου οι τέχνες, οι ιδέες, τά εμπορεύματα έφταναν κατευθείαν στά προστατευμένα λιμάνια τους. Γιά πολλά αιγαιοπελαγίτικα νησιά, τά φώτα τού Διαφωτισμού ήταν ταυτόσημα μέ τά φώτα τής προκυμαίας καί τού ταρσανά. Σημαντικές αποφάσεις τής Γαλλικής εθνοσυνέλευσης, κυριαρχικές βλέψεις τού Τσάρου τής Ρωσίας, επεκτατικές ναυμαχίες τής κραταιάς Αλβιόνος μέ όπλα νέας τεχνολογίας επηρέαζαν ἀμεσα τίς θαλασσοδαρμένες, διεθνοποιημένες κοινότητες τού Αιγαίου, ενω ταυτόχρονα η Στερεά καί η Θεσσαλία αναμετριόταν μέ τά μεγέθη τής Βαλκανικής χερσονήσου.
Ενα μεγἀλο κομμάτι τής ιστορίας μας θά μπορούσε να εξιστορηθεί από έναν ιστοριοδίφη τού Αιγαίου Πελάγους καί των νησιών του, απὀ τά παρἀλια τής Μικράς Ασίας μέχρι τίς απέναντι όχθες της Στερεάς και τής Πελοποννήσου. Αναγνωρισμένες αιτίες παγκόσμιων γεγονότων σπάνια βρίσκονται στά εθνικά η διοικητικά κέντρα τών κρατών – συχνότερα ανακαλύπτονται σέ τυχαία, περιφερειακά, απροκάλυπτα γεγονότα πού περνούν απαρατήρητα μέχρι νά εκραγούν, πολλές φορές με τήν κοσμογονική δύναμη ηφαιστείων. Από τό Αιγαίο καί τήν γεωγραφία πού τό περιβάλλει σάν μιά μεγάλη, διηπειρωτική μαγνητική πυξίδα ξεκινούν οι αρχές καί τά τέλη πολιτισμών, καταστροφών καί πολέμων, αλλά καί θαυμαστών επιτευγμάτων τἠς ανθρώπινης ιστορίας.
Είτε τό θέλουμε είτε όχι, στά νησιά τού Αιγαίου ζούμε περιστοιχισμένοι απο ιστορικά σημάδια διαφόρων εποχών. Τά διαβάζουμε, τά ερμηνεύουμε, τά καταστρέφουμε η τά αποκαθιστούμε ανάλογα μέ τίς περιστάσεις καί τίς συγκυρίες.
Είμαστε πάντα όμηροι τὠν προκαταλήψεών μας καί σάν τέτοια προκατἀληψη δέν μπορεί παρἀ νά θωρηθεί καί η αγάπη μας γιά τόν τόπο πού μάς γέννησε.
Ακολουθεί λοιπόν η εξιστόρηση τού συντοπίτη μας. Εχουν περάσει σχεδόν δέκα χρόνια από τόν θάνατό του, σέ προχωρημένη ηλικία, στό πατρικό του σπίτι κοντά στό λιμάνι.
************
Περνώντας μπροστά από τον τοίχο τού Αγιασμένου θυμάμαι πάντα την ιστορία του όπως την άκουσα από τον παππού μου. Πρίν χτιστεί το λιμάνι η θάλασσα ερχόταν γύρω απο τους ανεμόμυλους και ξεχείλιζε τον βούρκο και τα βούρλα. Δρόμος υπήρχε μόνο από τη μέσα μεριά. Τον χειμώνα με τον βοριά τα κύματα έρχονταν άγρια μέχρι την αυλή τού σπιτιού μας. Οταν έβρεχε τα νερά λίμναζαν παντού. Τις νύχτες δεν έβλεπες τη μύτη σου και θα έπρεπε να σε φέρει κάποιος με καρότσα και φανάρι. Τώρα δεν ενδιαφέρεται κανείς ν’ αρχίσει τέτοιες κουβέντες, παρόλο που ορισμένοι θα μπορούσαν ακόμα να θυμηθούν οικογενειακές διηγήσεις, αν ηθελαν. Δεν ενδιαφέρεται κανεις, δέν μιλαει κανείς. Στά σκιερά σοκκάκια τού λιμανιού καί στις κλειστές αυλές της Ευαγγελίστριας ανθίζουν ακόμα γιασεμιά, φούλια καί μπουγαρίνια – εγώ αυτά θυμάμαι, μέ αυτά μεγάλωσα.
Εχουν περάσει πολλα χρόνια. Υπάρχουν βεβαια βιβλιοθήκες και μικρά μουσειακα ιδρύματα — στόν τόπο αυτό δεν μας εμπνέει τόσο η ανάγκη ή η παρηγοριά της μνήμης όσο η απαίτηση νά αποθηκεύσουμε κάπου το παρελθόν γιά νά τό ξεφορτωθούμε. Δέν θέλουμε να επιτρέψουμε δικαίωματα κρίσης σε κανέναν, ζωντανό η πεθαμένο. Εἰμαστε άλλωστε ελεύθεροι, ανεξάρτητοι, αφέντες τού εαυτού μας.
Καί όμως, όλα γύρω μας μαρτυρούν μια μεγάλη ιστορία, μία ιστορία σχεδόν τριων αιώνων. Το καθενα χωριστά μας προκαλεί, αλλά όσο τό πλησιάζουμε τόσο κρατιέται μακριά μας σάν τό φως πίσω από την κλειδαρότρυπα μίας πόρτας πού δέν ανοίγει πιά. Αλλά τά γεγονότα δεν πεθαίνουν.
Οπως άρχισα πρίν λίγο νά διηγούμαι, απέναντι ακριβώς απ’ τον καλοχτισμένο πέτρινο τοίχο ενός παλιού αρχοντικού τού λιμανιού, τά βλέμματα όλων μας αγκαλιάζουν μέ στοργή σε κάθε πέρασμα ένα μακρύ, χορταριασμένο μαντρότοιχο, προστατευμένο απο πολλές συκιές με αφθονα σύκα το καλοκαίρι. Οταν τά χοντρά, πλατιά φύλλα τους επιτρέπουν τη θέα, βλέπεις να εκτείνεται πίσω του μιά ευρύχωρη έκταση που σχεδόν δεν τελειώνει πουθενά. Στό μέσο της βρίσκεται το ζωντανό, αρτιο περίγραμμα ενός κτιρίου που, πρίν γκρεμιστεί, θα πρέπει να ηταν μεγάλο και επιβλητικό. Τό περιστοίχιζε σίγουρα ενας αυλόγυρος με μικρότερες εξωτερικές κατασκευές απο την κοντινή μεριά της Δύσης. Πουθενά δεν φαίνεται η είσοδος του αχανούς αυτού χώρου αλλα εύκολα διαπιστώνει κανείς οτι το βλέμμα στρέφεται ενστικτωδώς απέναντι προς τη θάλασσα, δηλαδη πρός την Ανατολή. Αρα λοιπόν οποιος επισκεπτόταν το μεγάλο αυτό κτίριο όταν λειτουργούσε θά ήταν υποχρεωμένος να μπεί από τη Δύση και να προχωρήσει πρός τήν Ανατολή: βορινά τόν περιόριζε ο βούρκος με τα βούρλα, νοτινά εκτείνονταν πεδινές εκτάσεις μέ φυτείες σιτηρών καί σέ αρκετή απόσταση το ρέμα του Κοκκαλά μέ τίς χαρουπιές του.
Η πρώτη μεγάλη σφαγή εγινε εδω, στόν αυλόγυρο του Αγιασμένου – η πρωτη απο τις πολλές που κράτησαν εβδομάδες. Απο μέρες πριν μαζεύονταν μητέρες με παιδιά γιά να ζητήσουν άσυλο. Ηταν μήνας Απρίλιος, κόντευε η Κυριακή τών Βαϊων. Αντρες δεν γινόταν ποτέ δεκτοι σε γυναικείες μονές καί αναγκαστικά είχαν καταφύγει ολοι στα βουνά τριγύρω. Ορισμένες γυναίκες εκλιπαρούσαν, δήλωναν πρόθυμες ακόμα και να αλλάξουν θρησκεία. Ηξεραν οτι τίς περίμενε φριχτός θάνατος. Κάποιες καλόγριες διάβαζαν επικλητικά απο το Κοράνι τούς στίχους για ειδωλολάτρες χριστιανούς πού δικαιούνται συχώρεση αν αλλαξοπιστήσουν: ολα αυτά είχαν πολλές φορές ξανασυμβεί, ο Προφήτης τα είχε προϊδει ολα, το Κοράνι έγραφε καθαρά γιά προστασία και προσευχή μέχρι οι άπιστοι να καταλάβουν την αλήθεια.
Οι ιππείς εμφανίστηκαν νωρίς το απογευμα, ασύντακτοι, απείθαρχοι, χορτασμένοι απο τα μαγειρεία των φρεγατών που τούς τάισαν πρίν αποβιβαστούν. Κάλπαζαν ελαφρά, παρατηρούσαν τα κατάκλειστα σπίτια, τούς άδειους δρόμους. Ηξεραν πολυ καλά οτι τούς περίμεναν γυναίκες στή μεγάλη αυλή τής μονής. Κάτω από τόν απογευματινό ήλιο οι ευλογίες του Αλλάχ χάιδευαν τα γιαταγάνια τους σάν λεπιδόπτερα της πρώιμης άνοιξης – ακουμπούσαν το κρύο μέταλο για να δροσιστούν πρίν ξεχυθούν μέσα στα πυκνά θυμιάματα που οι καλόγριες ειχαν ανάψει παντού στόν αυλόγυρο. Ειχαν δώσει καντήλια στίς χριστιανές να τά κρατούν ακουμπισμένα στά μέτωπά τους σάν κεριά προσευχής. Εψελναν ολες μαζι, οι είκοσι τέσσερεις καλόγριες και οι χιλιάδες χριστιανές, με σιγανές παρακλητικές φωνές καί στίς δύο γλώσσες, ‘Αλλαχού ακμπάρ – Κύριε ελέησον – Αλλαχού ακμπάρ – Κύριε ελέησον’. Ξανά καί ξανά. Πολλά μωρά κοιμόταν στίς αγκαλιές. Κοπέλλες δεν υπήρχαν, είχαν πάει να κρυφτούν στά χαντάκια των χωραφιών, στά πηγάδια, στούς νερόλακκους, οπου εύρισκαν. Ο μεγάλος αυλόγυρος ηταν ασφυκτικά γεμάτος.
Ντυμένη στα ασπρα, με σφιχτό φακιόλι και ψηλό φερετζέ, η ηγουμενη μπασραχίμπεσου βγήκε στο πλατύσκαλο. Κανείς δέν μιλούσε. Ακούγονταν ψαλμωδίες απο παντού, ολο και πιό φοβισμένες, πιο ικετευτικές. Ανάμεσα τους οι οπλές των αλόγων και πότε-πότε ασυνάρτητες πολεμικές ιαχές των πιο θερμόαιμων – είχαν έρθει απο τά βουνά τους για να πάρουν τη νόμιμη εκδίκηση, να τιμωρήσουν τούς αγνώμονες πρός τόν θεό τους, να εξολοθρεύσουν τη μελλοντική απειλή αυτων πού δεν πίστευαν στόν Αλλάχ.
Η ηγουμένη τα έβλεπε όλα απο το πλατύσκαλο. Σήκωσε τα χέρια της σε προσευχή. Οι καλόγριες μαζεύτηκαν ολες γύρω της. Πέρασε λίγη ώρα. Η σιωπή μεγάλωνε. Κάθε λεπτό πού περνούσε δυνάμωνε ολο και περισσότερο ο τρόμος του θανάτου.
Ακούστηκε πρώτα κάτι σάν κραυγή αυτού πού πνίγεται η σαν τρελό γέλιο κάποιου μεθυσμένου – και αμέσως μετά μιά τελευταία απελπισμένη προσπάθεια εισπνοής, σαν να ειχαν πλημμυρίσει οι πνεύμονες απο αίμα. Ενας νεαρός ιππέας τράβηξε μιά γυναίκα στο αλογό του, μια αλλη απλωσε τα χέρια να την πάρει πίσω, το γυμνό χέρι που προσπάθησε να πιάσει το αλλο κόπηκε απο τον αγκώνα επειδή πήγε να τού στερήσει το δίκαιο λάφυρο — η λεπίδα τιμωρία-αστραπή απο τον Αλλάχ και το αίμα άρχισε να ρέει απο το κουλό χέρι. Πολλά χέρια και σώματα απλώθηκαν προστατευτικά σαν άχρηστες ασπίδες για να σώσουν, για να σωθούν. Ακούστηκαν οι ιαχές της εκδίκησης. Τά άλογα αγριεύτηκαν με τή μυρωδιά του αίματος. Οι καλόγριες κλείστηκαν μέσα στον Αγιασμένο, δεν άντεχαν το μακελειο, τίς ικεσίες των γυναικων.
Κράτησε μέχρι τη νύχτα αργά. Αυτοί που σκότωναν με τα γιαταγάνια και τα στιλέτα ηταν τουλάχιστον πεντακόσιοι. Κανένας τους δεν μπορούσε να γυρίσει πισω στο Κάστρο και στίς φρεγάτες αν δεν ειχε σφαξει, αιχμαλωτίσει, λαφυραγωγήσει. Συνεχισαν γιά μέρες, απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ, εψαξαν στα χωράφια, στα πηγάδια, στα περιβόλια. Κάψανε τα σπίτια, τις εκκλησίες, τις αποθηκες, τα μαγαζιά. Σέ λίγες μέρες οι πεντακόσιοι ιππεις εγιναν χιλιάδες αφού χιλιάδες έφερναν τό πλοία από τόν Τσεσμέ. Δέν είχαν τελειωμό αφού σχεδόν ολοι γύριζαν πισω στα χωρια τους – μιάς μέρας ταξίδι όλο κι όλο – ξεφόρτωναν, πουλούσαν, αποθήκευαν στά χωριά τους και ξαναγύριζαν στο πλούσιο πλιάτσικο, στο ζεστό αίμα, στη λαγνεία της υπόδουλης σάρκας.
Τά ιστορικά βιβλία γράφονται βεβαια μετά τα γεγονότα. Εκείνη τή χρονιά τό Πάσχα έπεφτε στίς 15 Απριλίου. Οι σφαγές κράτησαν μέχρι καί τόν Ιούλιο. Οπως δήλωσε κοντά στο τέλος τής ζωής του ενας σπουδαίος Ευρωπαίος ιστορικός που εζησε δύο παγκόσμιους πολέμους και εναν εμφύλιο, ‘’οι ιστορικοί δεν είναι μελλοντολόγοι, μόνα τους τα γεγονότα εξελίσσονται χαοτικά, αποκτούν ειρμό και νόημα μόνο εκ των υστέρων, με βάση την ιστορική αλήθεια.’ Και βέβαια ολοι γνωρίζουμε πόσο διαφορετική μπορεί να ειναι η ιστορική αλήθεια γιά τον καθενα μας, πόσο στηρίζεται στίς καταβολές μας, στήν ανατροφή, στήν παιδεία, στη θρησκεία, στις προκαταλήψεις, στις κοινωνικές αξίες — ακόμα και στις περιστασιακές μας ανάγκες γιά επιβίωση, κυριαρχία η πλουτισμό. Η Ιστορία λοιπόν δεν μπορει ποτέ να ειναι ευρύτερη απο την Ιστορία ενός έθνους, μιάς κοινωνικης ή γεωγραφικης ενότητας που συμμερίζεται κοινές ανθρώπινες αξίες και εναν πολιτισμένο τρόπο ζωής. Ακόμα και οι εμπόλεμες συρράξεις κρατων και κοινωνιων (οπως οι δυο παγκόσμιοι πόλεμοι του περασμένου αιώνα) διέπονται απο κανόνες υπαρξιακούς, κανόνες ζωής και θανάτου.
Ειναι αδύνατον να προβλεψει η να εξηγήσει κανείς – ειτε σάν μάρτυρας των γεγονότων ειτε σάν ιστορικός – ποιά ειναι η ιστορικη αλήθεια οταν πρόκειται για κοινωνίες η λαούς με τελείως διαφορετικές αξίες και πίστεις. Σε κάποια κατάλληλη χρονική στιγμή η ιδια η καταγραφη των γεγονότων εξιστορει κάτι κατανοητό σε μας τούς επιγόνους, κατι ανθρώπινο, και απονέμει κάποια δικαιοσύνη. Παντού και πάντοτε, ο ήλιος κινείται απο την Aνατολή στη Δύση. Ο Εκκλησιαστής μας προειδοποιεί: «ουδέν καινόν υπό τον ήλιον». Αλλά αυτό πού συνέβη τότε δεν έχει συμβεί ποτέ σέ κανένα άλλο νησί τού κόσμου.
Μετά τίς σφαγές των πέντε χιλιάδων γυναικων, μικρων παιδιών, νηπίων, ακόμα και αγέννητων εμβρύων της μονής του Αγιασμένου, των πρόσθετων δέκα χιλιάδων των παραθαλάσσιων συνοικιών, των εργατών τού λιμανιού και τών καρνάγιων, των αλευράδων και αρτοποιών απο τούς ανεμομυλους μέχρι τούς ξυλόφουρνους, των αραμπατζήδων, των σαμαράδων, των χαμάληδων, των ναυτικών και των ψαράδων, των καφετζήδων, των ραφτάδων, των νερουλάδων, των διακονιάρηδων, των καλαφατάδων και χτιστάδων, των ανήμπορων καί των γερόντων, ηρθε πολυ γρήγορα και η σειρά των ιερέων και των προκρίτων, οσων ειχαν ξεμείνει απο τις τρείς πρώτες ομηρίες, μία στά τείχη τής Πόλης, μία στό Κάστρο τής Χώρας, μία στη ναυαρχίδα του μεγάλου Πασά καί αρχιστράτηγου του Σουλτάνου.
Τον τόπο ολόκληρο τον κυβερνούσε μεχρι μόλις τρείς μήνες πρίν η φρουρά του Καστρου – μόνον εκατόν είκοσι άνδρες με τόν φρούραχο και τούς αξιωματικούς. Ποτέ το ειρηνικό νησί δεν χρειάστηκε περισσότερους. Τήν πρώτη μέρα αποβιβάστηκαν δύο χιλιάδες τακτικοι στρατιώτες οπλισμένοι. Τούς ακολούθησαν τήν επομένη τρείς χιλιάδες ζειμπέκηδες, Τσετσένοι, Κιρκάσιοι και Τσέρκοι ανατολίτες της ενδοχώρας. Πρώτα οι φόνοι, οι αιχμαλωσίες, οι βιασμοί, τό πλιάτσικο και μετα οι φωτιές για να σιγουρευτούν οτι δεν έμεινε κανείς κρυμμένος στά κελάρια, στα υπόγεια, στούς σταύλους.
Τά ιστορικά βιβλία τά καταγράφουν αυτά με ανατριχιαστικές περιγραφές και διηγήσεις απο αυτόπτες μάρτυρες, με αριθμούς και υπολογισμούς αποκεφαλισμένων, σταυρωμένων, ακρωτηριασμένων, αυτοχειριασμενων, πνιγμένων, απαγχονισμένων. Οι περιγραφές των θανάτων δεν εχουν τελειωμο, η απελπισία τους δεν εκφράζεται με λέξεις αλλά με αναρθρες κραυγές, μέ βογγητά, με σιωπές. Εκατόν τριάντα χιλιάδες ζούσαν στό νησί – απόμειναν λίγες χιλιάδες μόνο σακάτηδες, γέροι, τρελαμένοι, τυφλωμένοι – καί αργότερα, αραιά καί πού, γύρισαν πίσω δυό-τρείς χιλιάδες εξαγορασμένοι, διαφυγόντες, αυτοεξόριστοι. Οστεοφυλάκια διατηρούνται σε πολλές μονές καί εκκλησίες, ξεχασμένα σήμερα, αμνημόνευτα.
Εκατοντάδες ιστορίες έχουν πάντως διασωθεί, αλλες στά τοπωνύμια και στίς ξερολιθιές των τσοπαναραίων, αλλες σε βιαστικά χτισμένα μετερίζια οικογενειακων χωριων, άλλες στίς μυστικές σπηλιές της θάλασσας, άλλες στούς αδιέξοδους γκρεμούς πού προστάτευαν παλιότερα αγρότες απο τούς πειρατές, αλλες στούς ανεμοδαρμένους κάβους της δυτικής ακτής οπου ο τρόμος σε σπρώχνει να ανεβείς και τά γλυμμένα βράχια σε βοηθούν μόνο να πέσεις για να λυτρωθείς. Ολα απο κάποιον καπου μνημονεύονται, η εχουν μείνει αποτυπωμένα πάνω στό γήινο τοπίο τού νησιού.
Σ’ ενα απο τα βορινά χωριά στέκεται η εκκλησία δίπλα στο γκρεμό και μπρός της η μικρή πλατεία στρωμένη με τη μαρμαρόπετρα του λατομείου απ’ το απέναντι βουνό. Ρόζ βυσσινί και ρόζ οπως το πρωτο λυκαυγές – αταίριαστα και ταιριασμένα, στρωμένα ακανόνιστα, που και που αφήνουν μύτες βραχων να εξέχουν. Απο την πεζούλα της πλατείας ανοίγει το φαράγγι κατευθείαν μέχρι τη θάλασσα, στενό, πράσινο-καταπράσινο με τίς πηγές του. Τά σπίτια τού χωριού χώνονται στό βουνό μέ στέγες χαμηλές, με ζώα στά υπόγεια τους, λές κι όλα προσκυνάνε τό κωδωνοστάσι. Στίς είκοσι-πέντε Απριλίου, λίγες μέρες μετά τού Θωμά, το εγκατέλειψαν οι κάτοικοί του. Πήραν ολα τα ζώα εκτός από τά σκυλιά, φοβήθηκαν μήπως τούς προδώσουν καί τα σκότωσαν ολα μακρια απο το χωριό. Οι χωριανοί πήγαν και κρύφτηκαν στο λατομείο. Υπήρχαν, λένε, υπόγειες στοές, περάσματα, λαγούμια μέχρι τη θάλασσα. Βάρκες, καίκια δεν υπηρχαν γιά κανέναν. Αλλα η ιδέα μιάς εξόδου πρός τη θάλασσα έδινε μιά παρηγοριά, μιά τελευταία ελπίδα. Αφησαν αναμένα τά καντήλια της εκκλησίας, πήραν τα ιερά σκεύη, τίς εικόνες, τούς σταυρούς. Αφησαν πίσω τη μπακιρένια κολυμβήθρα.
Από τίς χαραμάδες του λατομείου ειδαν τούς πρώτους καβαλάρηδες στήν πλατεία. Εψαξαν, ξαναέψαξαν, έφυγαν το απόγευμα της επομένης. Τρείς μέρες αργοτερα γύρισαν με δυό κυνηγετικά σκυλιά. Τα εβαλαν και μύρισαν μέσα στα σπίτια, βρήκαν παρατημένα ρούχα καί τ΄αμόλησαν στό βουνό. Αρχισαν να γαυγίζουν και να τρέχουν στο φαράγγι, αλλος δρόμος δεν υπήρχε. Τότε έτυχε κι έκλαψε δυνατά το κοριτσάκι της Λενιώς, εβγαζε δόντια, η ηχώ τούς πρόδωσε. Βγήκαν οι άντρες να παραδοθούν καί να ζητήσουν χάρη τίς ζωές τους.
Τούς άφησαν το πρώτο βράδυ να κοιμηθούν στα σπιτια τους. Το πρωί, με το χάραμα, όπως το πρώτο λυκαυγές ακούμπησε το ρόδινο πλακόστρωτο μπροστα στήν εκκλησία, τούς έβαλαν να γονατίσουν πρός την ανατολη και να ψελλίσουν την αλ-φάζρ. Κανενας τους δεν ήξερε τα λόγια της πρώτης προσευχής απο τίς πέντε ημερήσιες, κανένας τους δεν μπόρεσε να πεί σωστά το όνομα του Αλλάχ. Μέχρι το βράδυ και την πέμπτη προσευχή, την αλ-ισάα, οι μαρμαρόπετρες ειχαν μαυρίσει από το αίμα. Τά κορμιά τά άφησαν σωριασμένα. Πήραν μαζί τους πενήντα επτά για πούλημα στή Σμύρνη – ολοι οι χωριανοί ειναι γραμμένοι τριακόσιοι δέκα τρείς. Δέν γλύτωσε κανείς, έξι ή επτά επέστρεψαν πολλά χρόνια αργότερα, γερασμένοι, ξεδοντιασμένοι από τή σκλαβιά της Ανατολίας, να πεθάνουν στό πατρικό χωριό. Ένα από αυτά τά φαντάσματα τού παρελθόντος ήταν και ο παππούς τής Λεμονιάς πού εργάστηκε στὀ οικογενειακό μας σπίτι από μικρό κορίτσι. Η μαρτυρία είναι δική του.
Το νησί υπέστη βιβλική, ολοκληρωτική καταστροφή. Ανάλογες καταστροφές εχουν συμβεί κι αλλου στη διάρκεια της ιστορίας των τελευταίων δυὀμιση χιλιάδων ετων. Ποτέ όμως σέ ένα νησί απομονωμένο, ἀοπλο, ανήμπορο να αμυνθεί, ανοχύρωτο, χωρίς συμμάχους, χωρίς τρόπους διαφυγής. Γνωρίζουμε για ένδοξους πολιορκημένους, για αυτοθυσίες και ηρωϊκές αντιστάσεις μέχρι θανάτου – όπως γνωρίζουμε και για αποστάτες και επαναστάτες, πιστούς και άπιστους, αγαπημένους και μισητούς ηγέτες. Γνωρίζουμε για το Αουσβιτς, το Νταχάου, το Μπέλζεκ, την Τρεμπλίνκα. Γνωρίζουμε γιά τα γεναία παιδιά του Ιερού Λοχου στο Δραγατσάνι, για τά Ψαρά, για το Σούλι, για τό Μεσολόγγι.
H ιστορία της καταστροφής αυτού του τόπου (παρόλο που ούτε φωτογραφικές μηχανές ούτε τηλεγραφήματα ή τηλέφωνα υπήρχαν τότε) έγινε γνωστή μέσα σε λίγες μέρες σέ όλο τόν πολιτισμένο κόσμο της εποχής, στό σπουδαίο Παρίσι, στή μεγαλόπρεπη Βιέννη, στο αριστοκρατικό Λονδίνο. Και όχι μόνο έγινε γνωστή καί απεικονίστηκε στίς καθημερινές και εβδομαδιαίες εφημερίδες με σκίτσα και ανταποκρίσεις, αλλά προκάλεσε τεράστια συγκίνηση και οίκτο, αποτροπιασμό και καταδίκη των βαρβάρων. Αλλη τιμωρία δέν υπήρξε. Δέν υπήρξε αποζημίωση ή ξαναχτίσιμο των κατεστραμμένων, επαναφορά των εξορίστων, άσυλο γιά όσους υπερασπίστηκαν οικογένειες, ιερά και όσια.
Αυτά τα έργα αφέθηκαν στόν χρόνο καί στις μνήμες των ανθρώπων που επέζησαν. Στήν Ιστορία δέν έχει υπάρξει ποτέ αλλη γενοκτονία ολόκληρου νησιού – δεκάδων χιλιάδων απροστάτευτων, άοπλων, αθώων, αποκλεισμένων. Δέν υπήρξε ποτέ καμία συγγνώμη από κανένα.
Εμείς που ζούμε τώρα βλέπουμε ότι χρειάστηκαν πολλές γενιές για να σταθεί στα πόδια της μιά νέα γενιά επιγόνων καί να αρχίσει κάποιο χτίσιμο ξανά. Τέτοιες καταστροφές μιά και συμβούν δέν σβήνουν ποτέ, δέν σβήνονται ποτέ. Απαλύνονται μόνο απο τη μνήμη μέχρι να μας τίς ξαναθυμήσει ένα τυχαίο γεγονός, ένα ενθύμιο τής Ιστορίας πού κυλά μπροστά μας, εδώ σ΄αυτόν τόν τόπο ή σέ άλλο τόπο συγγενικό. Η μνήμη μας είναι η μοναδική αιωνιότητα πού αγκαλιάζει αυτό τό νησί τού Αιγαίου.
*Αννα Μαντόγλου, «Κοινωνική Λήθη – Κοινωνική Μνήμη» (Αθήνα, 2010).
Σημείωση: Τά αριθμητικά στοχεία που αναφέρονται ακολουθούν ιστορικές μελέτες και ιδιαίτερα του Κώστα Ε. Φραγκομίχαλου, “Oι Σφαγές της Χίου το 1822 – Ποιός ο ακριβής αριθμός των θυμάτων τους» (Χίος, 1999). Οι αριθμοί εχουν στρογγυλοποιηθεί αλλα δέν διαφέρουν ουσιαστικά απο τίς εκτιμήσεις των πιο εγκυρων μελετητων.