Το κείμενο αυτό είναι μια σειρά 4 άρθρων που έγραψε η δημοσιογράφος και λογοτέχνης Λιλίκα Νάκου για την εφημερίδα ”Ακρόπολι ”και που δημοσιεύτηκε σε τέσσερις συνέχειες τον Φεβρουάριο του 1936. Θέμα του είναι το κρατικό πορνείο στα Βούρλα (Δραπετσώνα), που λειτούργησε εκεί
για εξήντα περίπου χρόνια, και η προσωπογραφία κάποιων των εκεί γυναικών των οποίων το πορτέτο πλάθει με πολύ σεβασμό και αγάπη η Νάκου.
Η Θεανώ περιγράφει με λυρικό τρόπο την Καταστροφή της Σμύρνης, που έζησε στα έξι της χρόνια.
Αυτή το συγκλονιστικό ντοκουμέντο είναι στη διάθεσή σας.
Αναστασία Μανδάλα
Κι εκείνο το βράδυ είναι που θα μείνει αλησμόνητο στη ζωή μου.
Γιατί ποτέ δεν φαντάστηκα ότι θα βρισκόμουν εγώ στο δωμάτιο μιας
γυναίκας που πουλά τη σάρκα της, καθισμένη δίπλα της, να την ακούω να
μου διαβάζει την ιστορία της. Δεν ένιωθα μόνο συγκίνηση από οίκτο,
συμπόνια ανθρώπινη. Όχι. Αλλά ένιωθα τη συγκίνηση που δίνει η τέχνη.
Μάλιστα, η τέχνη.
Η ιστορία που είχε γραμμένη η Θεανώ, με τα στρογγυλά, παιδιάστικα
γράμματά της, με όλη την απλοϊκότητά της και αφέλεια, γινόταν τέχνη,
αληθινή. Τέχνη δραματική, μέσα στην απλότητά της. Ήταν ένα κομμάτι
ζωντανό από τη ζωή. Ένα κομμάτι κιόλας της Ιστορίας ενός λαού μαζί. Ένα
ντοκουμέντο δραματικό της καταστροφής της Σμύρνης, που το έζησε ένα
παιδί, η Θεανώ, που ήταν έξι χρονών τότε.
Η Θεανώ κόμπιαζε συχνά και η ίδια σε ό,τι είχε γραμμένα. Όμως ξεπερνούσε
την δυσκολία, όπως το αληθινό της τάλαντο είχε ξεπεράσει τις δυσκολίες
του να μάθει το αλφάβητο και να το γράφει, εκθέτοντας μάλιστα τις ιδέες
της.
Η Θεανώ διάβαζε δίπλα από τη λάμπα του πετρελαίου, γιατί το ηλεκτρικό
είχε χαλάσει στην κάμαρά της. Το φως της λάμπας γλύκαινε τώρα το πρόσωπό
της. Καθώς μάλιστα ήταν σκυμμένη κι έβλεπα τον αδύνατο λαιμό της με τα
καστανά μαλλιά, θα έλεγες πως μπορούσε να είναι και ένα κοριτσάκι. Μα το
κοριτσάκι αυτό, των είκοσι δύο χρονών, διάβαζε τα πιο δραματικά γεγονότα
που συνέβηκαν ποτέ σ’ ολόκληρο τον ελληνισμό, και που αυτή εδώ, ήταν ένα
από τα πάμπολλα, αλίμονο, θύματα.
Από μακριά ακούγονταν πάντα να παίζει η λατέρνα τους θλιβερούς σκοπούς.
Ακούγονταν και γέλια και φωνές αντρικές. Το γλέντι στο καφενείο είχε
φαίνεται ανάψει. Πόρτες ανοίγαν και κλείναν γύρω μας. Άνθρωποι μπαίναν
στα διπλανά δωμάτια. Το σπίτι των αμαρτωλών γυναικών ζούσε τώρα το βράδυ
μια πυρετώδη, έντονη ζωή. Η Θεανώ όμως δεν άκουγε τίποτα από αυτά. Είχε
κλειδώσει από μέσα την πόρτα. Και δυο τρεις πελάτες που χτύπησαν, τους
φώναξε θυμωμένη, διακόπτοντας για λίγο το διάβασμά της. «Άλλος είναι
μέσα!». Και τα βήματα απομακρύνονταν.
Το α΄κεφάλαιο της ζωής της Θεανώς το δίνω στους αναγνώστες μου, όπως μου
το έδωκε η Θεανώ. Τελείως άφτιαχτο. Μόνο που έβαλα τις λέξεις στη σειρά,
δηλαδή τις ξεχώρισα. Γιατί ήταν όλα αράδα στη γραμμή. Θα ήταν, νομίζω,
αμαρτία αν έσιαζα τεχνικά τίποτα εγώ, από ό,τι έγραψε η Θεανώ. Να τι
γράφει το τετράδιο:
«Το 1922, στην Καταστροφή της Σμύρνης, ήμουν έξι χρονών. Μέσα στη νύχτα
ακούγαμε κραυγές, πατιρντί. Μάνες, παιδιά, γέροι, φωνάζανε: Οι Τσέτες,
οι Τσέτες! Τρέξετε να φύγουμε, γιατί βάζουνε φωτιά στη Σμύρνη!
Γυναικόπαιδα, μάνες, τρέχουνε. Και οι Τούρκοι αρπάζουνε τον καθένα
αιχμάλωτο.
Τότε πήρανε και τον μπαμπά μου από την αγκαλιά της μάνας μου. Έκλαιγε,
δερνότανε, αλλά τι να ΄κανε; Και τότε μείναμε μάνα και κόρη κλειδωμένες
στο σπίτι.
Στις δυο μέρες, μου λέει η μάνα μου: Κάθισε, κόρη μου, να πάω να δω αν
φεύγουνε τα παπόρια, να φύγουμε κι εμείς.
Την ώρα που έφευγε, τη συναντά η συνυφάδα της, μαλλιοτραβηγμένη και
σκοτωμένη από το κλάμα. Και της λέει: Μυρσίνα μου (αυτό ήταν το όνομά
της), πήρανε τον άνδρα μου αιχμάλωτο. Κακή μας μοίρα. Τώρα τι θα κάνομε;
Έχω τρία παιδιά. Το ένα πέντε χρονών, το άλλο εφτά, και ένα λεχούδι δέκα
μερών.
Και τότε η μάνα μου είπε: Έλα μαζί μου, Χρυσάνθη. Αυτό ήταν το όνομά
της. Και τα παιδιά θα τα φυλάξει η Θεανώ. Και τότε με φώναξε και μου
είπε: Θεανώ, να φυλάξεις το λεχούδι της θείας σου κι εμείς θα ΄ρθούμε
αμέσως. Πάμε να δούμε αν φεύγουνε τα παπόρια.
Και φύγανε και μ’ αφήσανε με τα τρία παιδιά.
Και τώρα τι να κάνω; Σκέφτηκα…Κλείδωσα πόρτες, παράθυρα, και καθίσαμε
μέσα. Η μάνα μου αργούσε να ΄ρθει. Και ύστερα δεν ήρθε καθόλου.
Κατά τη νύχτα ακούσαμε πατημασιές. Πράγματι ήταν οι Τσέτες. Αλλά ο Θεός
μας φύλαξε από κάθε κακό. Και το μωρό το λεχούδι, σαν να ΄χει καταλάβει,
δεν έβγαζε τσιμουδιά. Μόνο κουνούσε τα χεράκια του και γούρλωνε τα
ματάκια του. Λες κι έλεγε και ρωτούσε: είναι έξω! Σωπάτε.
Και είχε πέσει στο σπιτάκι μας μια ησυχία και χλωμάδα. Και έλεγες πως
δεν υπάρχει κανένας.
Και σε μια στιγμή ακούμε απόξω να χτυπάνε με τα όπλα την πόρτα και τα
παράθυρα. αλλά δεν ακούστηκε από μας καμιά φωνή. Και αναγκαστήκανε οι
Τσέτες και φύγανε. Και λέγανε περπατώντας: Δεν είναι μέσα τα Γκιαούρια.
Περάσανε τρεις μέρες και νύχτες και μέναμε μέσα. Και κανένας δεν φάνηκε.
Τότες αναγκαστήκαμε να βγούμε έξω. Πήρα στην αγκαλιά μου το λεχούδι και
σταματήσαμε σε έναν δρόμο που περνούσαν καρότσες. Κουβαλούσανε κόσμο στα
παπόρια για να τον γλυτώσουνε από τους Τσέτες.
Για μια στιγμή μου ήρθε η ιδέα ν’ αφήσω το μωρό που κρατούσα. Πράγματι,
αφήνω το μωρό και γυρίζω πίσω στον δρόμο. Ήταν τα άλλα παιδιά που με
περιμέναν τα καημένα σαν μητέρα τους. Ξέρανε τα κακόμοιρα τι έτρεχε στον
κόσμο.
Πήγα κοντά τους, τους μίλησα. Τα ΄πιασα από το χέρι και κατεβήκαμε πάλι
στο δρόμο. Περιμέναμε να περάσει καμιάν άμαξα.
Περνά μια καρότσα. Παρακαλούσαμε, γυρεύαμε, Καλέ, πάρτε μας μαζί σας.
Αλλά καμιά σωτηρία. Τραβούσαν το δρόμο τους και μέναμε μόνα.
Άξαφνα πέρασε κι άλλη καρότσα. Αλλά κι αυτή δεν ήθελε να σταματήσει.
Αλλά οι επιβάτες μέσα μάς θέλανε. Και μας ρώτησαν: Δεν έχετε μάνα;
Κι εμείς τους απαντήσαμε: Όχι, οι μητέρες μας δεν ήρθανε ακόμα.
Και τότες καταλάβανε. Και τότες μας πήρανε στην Χιό.
Καμιά φορά σαν ξύπνησα είδα να βρίσκομαι στην αγκαλιά των Εγγλέζων, στα
παπόρια. Εγώ όμως δεν καταλάβαινα πού βρισκόμουν και έβαλα τα κλάματα.
Ρώτησα τους Εγγλέζους: Πού είναι τα παιδιά και το λεχούδι;
Μα δεν καταλάβαιναν ελληνικά. Και τότε τους έκανα νόημα με το χέρι. Και
τότες μου απαντήσανε πως τα πήρανε στο ορφανοτροφείο. Και μένα θα με
κρατούσαν κοντά τους.
Για να μην κλαίω, με πήρανε από το χεράκι για περίπατο. Ήτανε αψηλοί οι
Εγγλέζοι και καπνίζανε. Και τότες άκουσα πίσω μου να με φωνάζουνε:
Θεανώ, Θεανώ!
Και γυρίζω και βλέπω τη θεία μου στην παραλία. Με φιλούσε και με
ρωτούσε: Πού είναι η μαμά σου, παιδάκι μου;
Κι εγώ είπα: Δεν ήρθε ακόμα.
Από πού δεν ήρθε;
Από την παραλία, είπα τότε εγώ.
Κατάλαβε και άρχισε να κλαίει. Και με πήρε από τους Εγγλέζους. Και
ύστερα ήρθαμε στον Πειραιά και ζητιανεύαμε πόρτα – πόρτα στον ξένο
κόσμο. Και ύστερα πούλαγα σπίρτα στον δρόμο και στην Αθήνα και ζούσαμε.
Μα ύστερα γνωρίσαμε έναν σωματέμπορο που όλο τριγύριζε τη θεία μου»
Η φωνή της Θεανώς σαν τέλειωσε το διάβασμα είχε κοπεί. Τα δάκρυα
κυλούσαν πάνω στο φτιασίδι. Με το κεφάλι ακουμπισμένο πάνω στο τραπέζι
έκλαιγε τώρα σαν παιδί.
«Ήθελα να ξανάβλεπα το χωριό μου, τη μάνα μου, το λεχούδι που άφησα, ο
Θεός ξέρει πού…», έλεγε στα κλάματά της,
Έξω το γλέντι είχε δυναμώσει. Οι πελάτες μπαινοβγαίναν πάντα στα διπλανά
δωμάτια.
Άφησα τη Θεανώ και έφυγα με βαριά την καδιά. Παρεκάλεσα ένα χωροφύλακα
να με συνοδεύσει ως την παραλία, γιατί η ώρα ήταν προχωρημένη. Στο δρόμο
συλλογιζόμουν τη Θεανώ και το τάλαντό της να γράφει. Ίσως να πάει και
αυτό χαμένο, σαν τη ζωή της.