Ξέρω πως νοιώθεις. Θες να πάρεις μια πέτρα και να την πετάξεις πάνω του, με όλη σου τη δύναμη. Να φτύσεις, όσο πιο δυνατά μπορείς, μέχρι να μην σου μείνει σάλιο στο στόμα. Να τον κάνεις κομμάτια.
Πάντα σκεφτόμουν, τι θα του έλεγα εγώ, αν τον συναντούσα μπροστά μου.
Πέρασαν 30 χρόνια, μα τώρα ξέρω: «Σε λυπάμαι και τώρα όπως και τότε…» και θα συνέχιζα, στο δρόμο μου. Έμαθα να μην μισώ, αλλά και να μην αλλάζω δρόμο.
Στον ίδιο δρόμο, βαδίσαμε πριν λίγες ημέρες μαζί και κουβαλήσαμε, τους νεκρούς μας. Ένα ποτάμι δημοκρατίας και κοινωνικής δικαιοσύνης που ξεκίνησε, όπως κάθε χρόνο, από τον τόπο της θυσίας και κατέληξε στο μπλόκο της Κοκκινιάς, εκεί που ο θάνατος του ενός, γίνεται ζωή για τον άλλο.
Γιατί οι δικοί μας νεκροί, φεύγουν για να δώσουν ζωή και αξιοπρέπεια, σε όσους έμειναν πίσω.
Ξέρω ότι, ο πόνος είναι αβάσταχτος και θα γίνει χειρότερος. Πως είναι δυνατόν να ακούς ότι, ήταν «υποδειγματικός κρατούμενος»; Ότι το αδίκημα «τελέστηκε εν όψει συγκειμένων συνθηκών» όταν, πριν λίγες μέρες, τα ίδια χέρια, υψώνονταν ναζιστικά, μέσα στο σχολείο; Όταν τα απομεινάρια των φασιστοειδών, ξεμύτησαν πάλι και διεκδικούν ρόλο, όχι στην πολιτική ζωή, αλλά στην καθημερινότητα των ανθρώπων, βάζοντας συχνά και την ατζέντα;
Και ποια δικαιοσύνη είναι αυτή, που έγινε τώρα ξαφνικά, «πονόψυχη» με το φταίχτη, ενώ είναι κόλαφος, για κάθε αδύναμο;
Στα στενά της Αμφιάλης, ο κόσμος ανασαίνει ελεύθερα, μα χρειάστηκε το παλληκάρι σου, για να σταματήσει, το στιλέτο της μαυρίλας και του μίσους.
Πριν ένα χρόνο όμως, εσύ και το παλληκάρι σου, τους νικήσατε. Δώσατε τη μάχη για όλους μας. Γίνατε φάρος και οδηγός, κρίκος μια αλυσίδας, που στην άλλη άκρη, οδηγεί με σιγουριά, σε ένα δικαιότερο και καλύτερο κόσμο.
Από τότε χιλιάδες νέα παιδιά και μεγάλοι, ζουν με το σύνθημα «Ο Παύλος Ζει». Μαζί με το σύνθημα ζουν με τις αξίες και τα ιδανικά του Παύλου, αυτά που του έμαθες εσύ και συνεχίζεις να μας διδάσκεις, με την στάση σου, όλα αυτά τα χρόνια.