Γράφει ο Μακάριος Ανδρέου
Είναι ηλίου φαεινότερον ότι το τελευταίο διάστημα παίζεται ένα μεγάλο γεωπολιτικού χαρακτήρα παιχνίδι στην γειτονιά μας με τις ισχυρές χώρες της Δύσης να έχουν μπλεχτεί για τα καλά σ΄αυτό και την Τουρκία, με πολιορκητικό κριό τον ανερμάτιστο πρόεδρό της να βρυχάται συνεχώς, κατά το δοκούν, προς κάθε κατεύθυνση.
Στόχος του κειμένου, δεν είναι η εις βάθος εξάντληση του ζητήματος αλλά η αποτύπωση 2-3 δεδομένων που χωρίς αμφιβολία λειτουργούν δυσμενώς για την χώρα μας της οποίας οι διπλωματικές ενέργειες πρέπει να αρχίσουν να κινούνται σε πιο δυναμικές στρατηγικές.
Ιδανικό φάρο και οδηγό στην προσπάθεια κατοχύρωσης των θέσεών μας και των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων δεν θα μπορούσε να αποτελεί τίποτε άλλο από τις από ιδρύσεως νεοελληνικού κράτους περιπτώσεις που η Ελλάδα κατ’ ουσίαν σύρθηκε σε τραπέζια διαπραγματεύσεων με τους γείτονες ενώ ήταν με την πλάτη στον τοίχο.
Σήμερα κάτι τέτοιο μπορεί να μην συμβαίνει αλλά κάποιοι προσπαθούν να δημιουργήσουν ίσως τις προϋποθέσεις γι’ αυτό.
Έτσι στον σύντομο και οδυνηρό ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 η χώρα κλήθηκε να πληρώσει μια τεράστια αποζημίωση στην γείτονα γεγονός που συνέβαλε, μαζί με την πτώχευση του 1893, στην επιβολή του περίφημου Δ.Ο.Ε. (Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος).
Κι αν η Λοζάνη (1922-23), που ο Ερντογάν συχνά υπογραμμίζει ότι θέλει τροποποίηση, για την χώρα ήταν ένα αναγκαίο κακό με τον Ε. Βενιζέλο να προσπαθεί να σώσει ότι μπορεί, έχοντας να μεριμνήσει και για την τύχη 1.200.000 προσφύγων από την Μ. Ασία,
οι συνθήκες Ζυρίχης-Λονδίνου το 1959 υπονόμευσαν εν τη γενέσει της την μικρή ανεξάρτητη Κυπριακή δημοκρατία, έδωσαν την δυνατότητα στην Τουρκία να απλώσει χέρι στην μεγαλόνησο και να ενισχύσει τις διεκδικήσεις της με πρόφαση την προστασία των Τουρκοκυπρίων.
Τρανταχτό παράδειγμα της διαχρονικής τουρκικής διπλωματικής αφερεγγυότητας αποτελούν οι συνομιλίες το διάστημα 8-14 Αυγούστου 1974 στην Γενεύη όπου η Τουρκία όχι μόνο απέρριπτε συλλήβδην όποια πρόταση προσπαθούσαν να καταθέσουν οι Γλαύκος Κληρίδης και Γεώργιος Μαύρος αλλά είχε το θράσος να καταστρατηγήσει κάθε έννοια εκεχειρίας επιχειρώντας τον Αττίλα 2 σχεδόν πριν καν τελειώσουν οι όποιες διαπραγματεύσεις.
Την ίδια άτεγκτη διπλωματική στάση τήρησαν οι καλοί μας γείτονες και σε άλλες περιπτώσεις πιο πρόσφατα άλλοτε πιο φανερά κι άλλοτε πιο συγκεκαλυμμένα.
Κοινός τόπος όλων των παραπάνω που παρατέθηκαν είναι το γεγονός ότι σε όλες αυτές τις περιπτώσεις η Ελλάδα για διάφορους λόγους βρίσκονταν κοινωνικά, πολιτικά, εθνικά με την πλάτη στον τοίχο.
Το ίδιο σκηνικό επιχειρείται και σήμερα να στηθεί ώστε να συρθεί σε διαπραγματεύσεις η χώρα αφού πρώτα της τραβήξουν το αυτί για διάφορες ενέργειες όπως π.χ. για παράνομες επαναπροωθήσεις προσφύγων.
Η κυβέρνηση που εκπροσωπεί την χώρα, τους πολίτες που την ψήφισαν αλλά και αυτούς που δεν την επέλεξαν, έχει χρέος προς τον ελληνισμό να μην καθίσει σε κανένα εξαναγκαστικό τραπέζι διαπραγμάτευσης με την Τουρκία,
καθώς τέτοιες συνομιλίες πραγματοποιούνται μόνο επί ίσοις όροις και κάτι τέτοιο στην περίπτωσή μας δεν ισχύει αφού εμείς διεκδικούμε μόνο την εθνική μας κυριαρχία ενώ οι Τούρκοι θέλουν να θέσουν ξανά (και να επικυρώσουν!) τους δικούς τους παράλογους όρους (γκρίζες ζώνες, μη επέκταση ελληνικής ΑΟΖ κτλ).
Η μόνη περίπτωση που θα μπορούσε η Ελλάδα να εισέλθει σε μια τέτοια διαδικασία θα ήταν με την ευρωπαϊκή σημαία της πλήρους και έγγραφης δέσμευσης όλων των χωρών της Ε.Ε. σχετικά με την προάσπιση των συμφερόντων ενός κράτους μέλους απέναντι στην νεο – οθωμανική προκλητικότητα.
Ειδάλλως θα έχει προκύψει άλλο ένα αίτιο που θα θέτει το ευρωπαϊκό οικοδόμημα εν αμφιβόλλω.