Το ΟΠΚΔΧ παρουσιάζει σήμερα το έργο του “ΤΑ ΡΕΣΤΑ” του Κώστα Ταχτσή σε σκηνοθεσία Λένιας Ξενάκη.
Η είσοδος θα είναι ελεύθερη. Λόγω περιορισμένου αριθμού θέσεων θα διατίθενται δελτία προτεραιότητας στην υποδοχή του Ομήρειου Πνευματικού Κέντρου Δήμου Χίου.
Κώστας Ταχτσής..Τα ρέστα του και βγήκε..
Γεννημένος στη Θεσσαλονίκη στις 8 Οκτώβρη του 1927 ο Κώστας Ταχτσής, γιος του Γρηγόρη και της Έλλης (το γένος Ζάχου) με καταγωγή από την Ανατολική Ρωμυλία, έμελλε να ταράξει τα νερά της λογοτεχνίας ως εκπρόσωπος της λεγόμενης μεταπολεμικής γενιάς. Πώς να εντάξεις τον Ταχτσή σε νόρμες, μανιέρες και σχολές; Δεν είναι απλώς δύσκολο, μα ανίερο κι άδικο. Ιδιαίτερη γραφή, απλή και μέσα στην απλότητά της πολυσχιδής, αλλόκοτα μαγική και περίπλοκη.
Ο Κώστας Ταχτσής δεν ήταν το πρώτο παιδί που γεννήθηκε από το Γρηγόρη και την Έλλη. Το πρώτο τους παιδί που ήταν επίσης αγόρι, πέθανε λίγες μέρες αφότου γεννήθηκε.Αυτός ο χαμένος αδερφός θα ”στοιχειώνει” τρόπον τινά το συγγραφέα για όλη του τη ζωή.
Ο Ταχτσής γράφει αυτοβιογραφικά και καθόλου δεν το κρύβει. Δεν υπάρχει ίχνος πλαστοπροσωπίας στο έργο του, τα ονόματα μένουν ως είναι, ο ίδιος και η ζωή του πρωταγωνιστούν στις σελίδες του. Η γραφή σε β’ ενικό, που ουσιαστικά αποτελεί διάλογο με τον ίδιο του τον εαυτό, τον χαρακτηρίζει.
Σε ηλικία επτά ετών οι γονείς του θα χωρίσουν και ο ίδιος θα αναγκαστεί να πάει στην Αθήνα και να ζήσει δίπλα στη γιαγιά του, την Πολυξένη. Θα είναι εκείνη ένα από τα μοιραία πρόσωπα του βίου του. Τον μεγαλώνει και καθορίζει όσο κανένας άλλος τη ζωή του και σύμφωνα με τον ίδιο του καλλιεργεί την αδιαφορία του για το γυναικείο φύλο.
Μαζί τους ζουν ή άλλοτε περιστασιακά επισκέπτονται το μητρικό σπίτι, οι δυο θείοι του μικρού Κώστα , γιοι της Πολυξένης, ένας δημοσιογράφος και ένας «αλήτης» όπως η γειτονιά τον αποκαλεί, οι οποίοι πήγαιναν τον Ταχτσή σε εντελώς διαφορετικούς κόσμους. Από τις επίσημες δεξιώσεις στα χαμαιτυπεία. «Έκανα επισκέψεις πότε στον υπόκοσμο και πότε στο κατεστημένο» ανέφερε ο συγγραφέας. Η μητέρα του έριχνε πάντα ευθύνες στο ίδιο το παιδί και οι συγκρούσεις μεταξύ τους αποτελούσαν καθημερινότητα..
Το διήγημα «Τα ρέστα», αντλημένο από την ομώνυμη συλλογή, είναι ένα από τα αυτοβιογραφικά κείμενα του συγγραφέα, στο οποίο γίνεται εμφανής η προσπάθειά του να βρει μια ισορροπία με τους δαίμονες του παρελθόντος. Τα διηγήματά βασίζονται στη ζωή του με ένα τρόπο ηλικιακά συνεκτικό και συνεπή, διαβάζεις το ένα και περιμένεις χρονικά το επόμενο για να συνεχιστεί η ιστορία του ήρωα..
«Έμπαινες στο σπίτι τρέμοντας σαν κατάδικος που πάει για εκτέλεση και, ξαφνικά, από την έκφραση του προσώπου της καταλάβαινες πως το σάλιο δεν είχε στεγνώσει ακόμα και το στήθος σου φούσκωνε μ’ ανακούφιση, και, γεμάτος αγάπη κι ευγνωμοσύνη, γεμάτος έκσταση μπροστά σ’ αυτό το θαύμα, την κοιτούσες, θά’θελες να τρέξεις να τη φιλήσεις…» (Τα Ρέστα)
Θα τελειώσει το σχολείο στην Αθήνα ,εκτός από μία τάξη του δημοτικού (συγκεκριμένα τη δευτέρα, στην οποία γράφτηκε απευθείας ως κατ’ οίκον διδαχθείς) που την τέλειωσε στη Βέροια.
Στα 18 του κάνει τα χαρτιά του για στη Σχολή Εμποροπλοιάρχων κατόπιν πιέσεως από το οικογενειακό περιβάλλον, αλλά τις ημέρες των εξετάσεων αρρωσταίνει από τυφοειδή πυρετό. Κατόπιν γράφεται στη Νομική του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά δεν ολοκληρώνει ποτέ τις σπουδές του, καθώς εγκαταλείπει τη Σχολή στο δεύτερο έτος.
Σε ηλικία 20 ετών θα υπηρετήσει στο στρατό, από όπου και θα απολυθεί με το βαθμό του εφέδρου ανθυπολοχαγού. Δύο χρόνια αργότερα θα προσληφθεί βοηθός του Αμερικανού διευθυντή στα έργα για το φράγμα του Λούρου.
Το 1954 θα ξεκινήσει τα ταξίδια. Η θέλησή του να φύγει από το νοσηρό και καταπιεστικό περιβάλλον στο οποίο έζησε ως παιδί και ως έφηβος είναι τόσο δυνατή που για δέκα χρόνια ο Ταχτσής θα ζήσει εκτός Ελλάδας. Αναζητά εμπειρίες σε διάφορες χώρες της Δυτικής Ευρώπης, στην Αφρική, την Αυστραλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες, κάνοντας διάφορα επαγγέλματα: από ναύτης έως βοηθός μάνατζερ στην κουζίνα εστιατορίου.
Επιστρέφει στην Ελλάδα και κάνει κάθε λογής δουλειά για να επιβιώσει. Γίνεται ξεναγός και μεταφραστής μέχρι να αφιερωθεί στη συγγραφή επαγγελματικά.
Η πρώτη του εμφάνιση στα γράμματα είχε ήδη γίνει το 1951 με τη συλλογή Ποιήματα. Ακολούθησαν οι συλλογές ”Μικρά ποιήματα” (1952), ‘‘Περί ώραν δωδεκάτην” (1953), ”Η συμφωνία του Μπραζίλιαν” (1954), ”Καφενείον το Βυζάντιον και άλλα ποιήματα”(1956)
Το 1962 εκδίδει ο ίδιος το πρώτο πεζό του έργο, ”Το τρίτο στεφάνι” ένα εντελώς ιδιότυπο και συναρπαστικό στην πληθωρικότητά του μυθιστόρημα, από τα κορυφαία ασφαλώς επιτεύγματα της μεταπολεμικής πεζογραφίας. Σε αυτό ο συγγραφέας μας δίνει την αφήγηση δύο γυναικών, που μιλούν σε πρώτο πρόσωπο, πότε η μία και πότε η άλλη. Η αφήγηση δίνεται σε μιαν ασταμάτητη ροή, με πρωθύστερα, παρεκβολές και συναισθηματικές αποστροφές, και με μια γλώσσα άμεση, ελεύθερη, χωρίς δεσμεύσεις και αποκρύψεις, ενώ παράλληλα γίνονται επίσης αναφορές στα σύγχρονα ιστορικά γεγονότα, από τον Μακεδονικό αγώνα ως την Κατοχή και τα Δεκεμβριανά.