46 έτη συμπληρώνονται σήμερα από την αποφράδα εκείνη ημέρα της 15ης Ιουλίου του 1974, όπου μια αδίστακτη και ετεροκαθοριζόμενη ομάδα διεστραμμένων ανθρώπων αποφάσισε να τερματίσει την δημοκρατική ομαλότητα στην Κύπρο ανοίγοντας διάπλατα τον δρόμο στην Τουρκία ώστε να υλοποιήσει τα στρατιωτικά σχέδια της διχοτόμησης της νήσου.
Το πλέον θλιβερό όμως είναι το γεγονός ότι οι άνθρωποι αυτοί κατάγονταν από το λεγόμενο Εθνικό Κέντρο, την μητέρα πατρίδα.
Οι πρώτες συζητήσεις για την δημοκρατική εκτροπή στη μεγαλόνησο είχαν ήδη ξεκινήσει από την άνοιξη του 1974, με πρωτοβουλία του δικτάτορα Δ. Ιωαννίδη στο σπίτι του καθεστωτικού πρωθυπουργού Αδαμαντίου Ανδρουτσόπουλου. Επιπλέον στον τότε σχεδιασμό συμμετείχαν ο πρόεδρος της κυβέρνησης Φαίδων Γκιζίκης και ο αρχηγός των ενόπλων δυνάμεων Γρ. Μπονάνος. Όλοι άνθρωποι που διεκδικούσαν τις δάφνες της εθνικοφροσύνης και του άκρατου πατριωτισμού που αποδείχτηκαν τελικά μέγιστοι εχθροί της Ελλάδας και της Κύπρου. Το εκτελεστικό κομμάτι του πραξικοπήματος θα το επωμίζονταν λίγο μετά ο ταξίαρχος Μιχαήλ Γεωργίτσης.
Άξιο αναφοράς στο σημείο αυτό είναι το γεγονός ένα πραξικόπημα εναντίον του Μακαρίου που θα διευκόλυνε τους Αμερικάνους και την Τουρκία έπαιζε σαν σενάριο ήδη από την γέννεση της απριλιανής δικτατορίας των συνταγματαρχών αλλά προσέκρουε τις πιο πολλές φορές στον αδύναμο κι αμφιταλαντευόμενο χαρακτήρα του δικτάτορα Γ. Παπαδόπουλου. Τώρα οι συνωμότες είχαν βρει τον άνθρωπό τους στο πρόσωπο του Ιωαννίδη.
Ο ρόλος της ΕΟΚΑ Β’. Γιατί ενώ συζητιόταν τόσο έντονα το σενάριο του πραξικοπήματος, Μακάριος και ΑΚΕΛ πιάστηκαν στον ύπνο.
Η οριστική απόφαση για δικτατορία στην Κύπρο είχε παρθεί ήδη από τις αρχές καλοκαιριού του 1974. Η εξτρεμιστική οργάνωση ΕΟΚΑ Β συνταγμένη από ακροδεξιά στοιχεία ελεγχόμενα από την Χούντα των Αθηνών, όλο τον Μάη και τον Ιούνη του 1974 δημιουργούσε ένα κλίμα γενικότερης αποσταθεροποίησης. Ταυτόχρονα υπήρξαν περιπτώσεις που και οι μακαριακές δυνάμεις εξαντλούσαν την αυστηρότητά τους μετερχόμενες βίαιες πρακτικές.
Ήδη από τις 4/7/1974 ο Μακάριος είχε φροντίσει να φέρει στην Κύπρο από την Τσεχοσλοβακία 1000 αυτόματα όπλα και μερικά μυδραλιοφόρα στα πλαίσια του προληπτικού σχεδίου ΑΣΠΙΣ που είχε εκπονήσει το Εφεδρικό, ενώ παράλληλα προβλέπονταν η σύσταση πολιτοφυλακών οι οποίες θα αποτελούσαν τροχοπέδη για τα σχέδια των πραξικοπηματιών.
Ο αρχιεπίσκοπος είχε την πεποίθηση ότι σε περίπτωση συναγερμού θα μπορούσε να βγάλει τον κόσμο στους δρόμους όπως είχε γίνει και δυο χρόνια πριν το 1972 σε μια άλλη μικρότερης κλίμακας απόπειρα εκτροπής.
Δεν υπολόγισε όμως ότι η Χούντα του Ιωαννίδη είχε προβλέψει και γι’ αυτό. Λίγες μέρες πριν δείχνοντας στοιχεία διαλλακτικότητας (μιας και οι σχέσεις της με τον Μακάριο από τον Φλεβάρη του 1974 και μετά βάδιζαν ολοένα επί τα χείρω) φρόντισε σε διπλωματικό επίπεδο να τείνει κλάδους ελαίας κι έτσι ο Μακάριος στέλνει στις 6/7/1974 τον Πάτροκλο Σταύρου στην Αθήνα για συνομιλίες. Ο Σταύρου παίρνοντας μάλλον φρούδες διαβεβαιώσεις αποκόμισε μια μάλλον αισιόδοξη προοπτική την οποία μετέφερε πίσω στην Κύπρο.
Άλλο ένα γεγονός δηλωτικό της σύγχυσης και της παραπλάνησης που κυριάρχησαν εκείνες τις μέρες ήταν το γεγονός ότι η δύναμη πολιτοφυλακής από μέλη του ΑΚΕΛ που θα προστάτευε τον πρόεδρο της Κυπριακής δημοκρατίας, δεν συστάθηκε ποτέ καθώς σε ευρεία επαρχιακή σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε στις 12/7/1974 κρίθηκε ότι δεν υπήρχε τέτοια ανάγκη μιας και ο σοβιετικός στόλος έξω από την Κύπρο θα αποτελούσε ανασταλτικό παράγοντα για ένα πιθανό πραξικόπημα…
Ποιοι έχουν τελικά την ευθύνη.
Τα αποτελέσματα λίγο έως πολύ γνωστά. Πρωί της 15ης Ιούλη 1974, τα τανκς στους δρόμους, το Προεδρικό Μέγαρο της Κύπρου βομβαρδίζεται, ο Μακάριος διαφεύγει την τελευταία στιγμή, εγκαθιδρύεται η δικτατορία Σαμψών στο νησί, το ΡΙΚ μεταδίδει τον θάνατό του, ενώ λίγο μετά ο ίδιος προβαίνει από την Πάφο, λίγο πριν διαφύγει στο εξωτερικό, στο περίφημο διάγγελμα προς τον Κυπριακό λαό ότι είναι ζωντανός καλώντας τον σε αντίσταση στη Χούντα:
Η πλέον όμως ολέθρια συνέπεια του πραξικοπήματος της 15ης Ιούλη 1974 στην Κύπρο ήταν η τραγωδία που ακολούθησε με τον διπλό Αττίλα που διχοτόμησε το νησί και οδήγησε στον θάνατο και τη δυστυχία χιλιάδες ανθρώπους.
Μπροστά όμως στην απελπισία του κυπριακού λαού στάθηκε ανέκφραστη και κυνική η διεθνής διπλωματία. Το μείζον για τις ΗΠΑ εκείνη την εποχή ήταν η διατήρηση της Τουρκίας σαν ένα εμπόδιο μεταξύ ΕΣΣΔ και Αραβικών κρατών το οποίο θα μπορεί να χρησιμοποιεί ως βούλεται, άρα επιθυμεί και να το έχει ευχαριστημένο. Από την άλλη η ίδια η ΕΣΣΔ ενδιαφέρονταν αποκλειστικά για την επίτευξη της γενικότερης αποσταθεροποίησης της συμμαχίας του ΝΑΤΟ ακόμη κι αν αυτή περνούσε μέσα από τις τουρκικές οβίδες και τους βομβαρδισμούς στην Κύπρο.
Επιπρόσθετα θα ισχυρίζονταν κανείς ότι ο τυφλός φανατισμός και ο διχασμός που επικράτησε σε Κύπρο και Ελλάδα έδωσε την ευκαιρία σε έναν φαύλο και ανόητο εθνικισμό να επικρατήσει. Οι πρωταγωνιστές εκείνης της εποχής αν μη τι άλλο μετέφρασαν λάθος τα γεωπολιτικά δεδομένα που διαμορφώνονταν αναγάγοντας την Κύπρο ως ένα πεδίο σπουδαιότατου ανταγωνισμού, ενώ το πραγματικό ματς παίζονταν στην Τουρκία και στον έλεγχο των αραβικών χωρών.