Χωρίς αμφιβολία θα ισχυρίζονταν κανείς ότι το τελευταίο διάστημα έχουν κορυφωθεί οι συζητήσεις σχετικά με την αναγκαιότητα της επαναχάραξης της συνολικής ευρωπαϊκής πολιτικής γύρω από το προσφυγικό ζήτημα.
Η Ελλάδα σε μια τέτοια διεργασία ασφαλώς και οφείλει να διαδραματίσει κομβικό ρόλο μιας και αποτελεί την κύρια πύλη εισόδου μεταναστών προς την Ευρώπη έχοντας σηκώσει τα τελευταία χρόνια το μεγαλύτερο βάρος του προβλήματος.
Κατά τους πρώτους μήνες διακυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας, το προσφυγικό πρόβλημα διογκώθηκε, με την ανεξέλεγκτη αύξηση των ροών. Ουσιαστικά όλο το β εξάμηνο του 2019 η χώρα δεν είχε προσφυγική πολιτική και οι εισροές πολλαπλασιάστηκαν επιβαρύνοντας δραματικά την ήδη άσχημη κατάσταση στις δομές των νησιών του βορειοανατολικού Αιγαίου.
Από τον Νοέμβριο του 2019 και έπειτα, η κυβέρνηση επαναπροσδιορίζει και οργανώνει τις προτεραιότητές της, με την επανασύσταση του υπουργείου μετανάστευσης και ασύλου, σε 4-5 βασικούς πυλώνες εφαρμογής.
Ένας από αυτούς έχει ως κεντρική στόχευση την περιβόητη αποτροπή των ροών με την φύλαξη των θαλάσσιων συνόρων. Πιο συγκεκριμένα η πολιτική αυτή αφορά το δόγμα της δημιουργίας ενός μη φιλικού περιβάλλοντος, ώστε να αναγκαστούν οι διακινητές ανθρώπινων ψυχών να ψάξουν άλλους δρόμους για να διοχετεύσουν το “εμπόρευμα” τους προς την Γηραιά Ήπειρο.
Οι προτάσεις που κρυφά και φανερά έπεσαν στο τραπέζι για την υλοποίηση του σχεδιασμού αυτού ποικίλουν, το αποτέλεσμα όμως είναι ότι το τελευταίο διάστημα έχουμε σχεδόν εκμηδενισμό των ροών, πράγμα που σημαίνει ότι εφαρμόζεται συγκεκριμένο πλάνο δράσης.
Παράλληλα, πολλές συζητήσεις έχουν αναπτυχθεί σχετικά με το κατά πόσο αυτές οι ενέργειες είναι σύννομες με το ευρωπαϊκό και διεθνές δίκαιο.
Έχουν διάφορα ακουστεί για τις ενέργειες των κατά τόπους Λιμεναρχείων (παρεμπόδιση βαρκών με την δημιουργία υψηλών κυματισμών που τις στέλνουν πίσω στα τουρκικά παράλια, δημιουργία πίεσης στην τουρκική ακτοφυλακή να κάνει σωστά τη δουλειά της, παρεμπόδιση να περάσουν τα σύνορα με διάφορους άλλους τρόπους, επιστροφές και επαναπροωθήσεις, χρήση ειδικών σωστικών σχεδίων (liferafts), και διάφορα άλλα ).
Στο σημείο όμως αυτό είναι αναγκαίο να επισημανθεί με σαφήνεια ότι η επιχειρησιακή δράση ενός σώματος ασφαλείας όπως είναι το Λιμενικό, δεν είναι θέμα κοινωνικό ή πολιτικό αλλά καθαρά επιτελικού σχεδιασμού χρήσης των μέσων και των δυνατοτήτων που διαθέτει, διαβαθμισμένα ανάλογα με την εντολή – διαταγή από την ηγεσία.
«Σαφέστατη» άλλωστε και με πολιτικό περιεχόμενο ήταν η τοποθέτηση του Υπουργού Νησιωτικής Πολιτικής κ. Πλακιωτάκη που επισκέφτηκε σήμερα 29/6/2010 την Χίο και μεταξύ άλλων δήλωσε:
«Βρίσκομαι σήμερα εδώ μαζί με τον Αρχηγό του Λιμενικού Σώματος για να εκφράσω τις ευχαριστίες μου στους άνδρες του Λιμεναρχείου οι οποίοι με τα σύγχρονα επιχειρησιακά μέσα που η πολιτεία τους έχει εφοδιάσει επιτελούν στο ακέραιο το καθήκον τους και επιτυγχάνουν την μέγιστη επιχειρησιακή ετοιμότητα και με σεβασμό στο διεθνές δίκαιο και τους κανόνες, δίνουν μαθήματα αξιοπρέπειας και προστασίας της ανθρώπινης ζωής».
Φλέγον ερώτημα λοιπόν που ζητά απάντηση είναι αν αυτό που το τελευταίο διάστημα λαμβάνει χώρα στα σύνορά μας γίνεται σωστά..
Το σύνθημα “Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα” έχει αξία σήμερα να ερμηνευτεί πολιτικά, διότι τα μέσα στην προκειμένη περίπτωση τελικά δείχνουν να λειτουργούν και να είναι αποτελεσματικά. Αυτό για το οποίο όλοι οι εμπλεκόμενοι πρέπει με πολιτική σαφήνεια να τοποθετηθούν είναι στο ποιος “ο Σκοπός”.
Η Κυβέρνηση, συμφωνεί ή διαφωνεί κανείς μαζί της, από πολύ πριν αναλάβει την εξουσία, μιλά καθαρά για φύλαξη συνόρων και αποτροπή. Και προφανώς και το πιο μικρό παιδί γνωρίζει ότι φύλαξη και αποτροπή δεν μπορεί να σχετίζονται με βελούδινη αντιμετώπιση και ροδοπέταλα.
Έχουμε αρχίσει να σχολιάζουμε, να αναπαράγουμε, και να κρίνουμε εάν “είναι μεγάλος ή μικρός ο κυματισμός”, “εάν τους στείλαμε αριστερά ή δεξιά”, “ εάν είχαν μπεί ή δεν είχαν μπεί στα δικά μας ύδατα’’, “εάν οι βάρκες ήταν σκεπασμένες ή ξεσκέπαστες”, την στιγμή που το επίσημο δόγμα είναι φύλαξη και αποτροπή και αυτό από μόνο του σημαίνει δράση και αντίδραση.
Η κυβέρνηση σαφώς και έχει κερδίσει ένα πλεονέκτημα με τις ενέργειές της καθώς αν πολιτικά ή νομικά καλώς κάνει τότε το αποτέλεσμα είναι θετικό υπό την έννοια ότι οι ροές έχουν συρρικνωθεί σε μεγάλο βαθμό.
Υπό αυτό το πρίσμα όποιος προβαίνει σε καταγγελίες σχετικά με την πρακτική που ακολουθείται για να υπάρχει αυτό το δεδομένο πρέπει ταυτόχρονα να φέρει τα δικά του επιχειρήματα και να πει με ποιον τρόπο θα έπρεπε να πραγματοποιείται μια τέτοια διαχείριση.
Θα παρατηρούσε κανείς, λοιπόν, ότι τα παραπάνω συνιστούν μέρος του βασικού διακυβεύματος των νέων επικείμενων συμφωνιών με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Στις νέες διαπραγματεύσεις πρέπει όλα αυτά να προσδιοριστούν και να ξεκαθαριστούν, ειδάλλως το μόνο που θα μένει είναι η πραγματοποίηση καταγγελιών για ενέργειες όμως που χαρακτηρίζονται από μια «σαφέστατη αποτελεσματικότητα».
Τα κόμματα οφείλουν να ζητήσουν πρώτα να ενημερωθούν από το αρμόδιο υπουργείο για τον τρόπο που επιχειρεί το Λιμενικό, και μετά να τοποθετηθούν με σαφήνεια στο πόσο συμφωνούν ή διαφωνούν στην “Φύλαξη και Αποτροπή”. Το ίδιο ισχύει και για οποιονδήποτε οργανισμό που έχει την δυνατότητα να κρίνει τα μέτρα που η χώρα λαμβάνει.
Στο συγκεκριμένο ζήτημα δεν χωρούν ούτε μικροπολιτικά συμφέροντα ούτε στρατηγικές που επιτηδευμένα πετούν την μπάλα στην εξέδρα.
Δεν χωρά αμφιβολία ότι έχουμε μπροστά μας ένα πρόβλημα που για την επίλυσή του απαιτείται η μέγιστη συνεννόηση.
Στην περίπτωση που όντως παραβιάζονται ανθρώπινα δικαιώματα, μας αφορά όλους αλλά πρωτίστως αφορά τους οργανισμούς. Τότε θα πρέπει να βγουν μπροστά και να καταγγείλουν αλλά ταυτόχρονα οφείλουν να διατυπώσουν και τον τρόπο με τον οποίο θα γίνεται σωστά όλο αυτό.
Θα πρέπει τώρα, περισσότερο από ποτέ να κατανοήσουμε όλοι πως ούτε κάποιοι είναι περισσότερο πατριώτες, ούτε κάποιοι άλλοι είναι περισσότερο ανθρωπιστές. Χρειάζεται συνεννόηση και συγκεκριμένη μεθοδολογία για την επίλυση του προβλήματος κι όχι στείρες τοποθετήσεις με στόχο τις δάφνες του απόλυτου πατριωτισμού ή αντίστοιχα του απόλυτου ανθρωπισμού.